ηχαγωγός

ηχαγωγός
αυτός που χρησιμεύει για τη μετάδοση τού ήχου («ηχαγωγός σωλήνας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + αγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”